-
1 ἐπ-αισχύνομαι
ἐπ-αισχύνομαι, eigtl. pass., beschämt werden wobei, sich worüber schämen; τἀναντία εἰπεῖν οὐκ ἐπαισχυνϑήσομαι, d. i. ich werde mich nicht scheuen, Aesch. Ag. 1346; Soph. O. C. 982; Plat. Phaed. 85 d; – c. partic., οὐκ ἐπαισχύνει μ' ὁρῶν Soph. Phil. 917; λέγων, zu sagen, Ant. 1286, wie Her. 1, 90; τινί, worüber, 1, 143. 9, 85; τί, vor Etwas, Plat. Soph. 247 c; τινά, vor Einem Scheu haben, Xen. Hell. 4, 1, 34.
-
2 ἐπαισχύνομαι
ἐπ-αισχύνομαι, beschämt werden wobei, sich worüber schämen; τἀναντία εἰπεῖν οὐκ ἐπαισχυνϑήσομαι, d. i. ich werde mich nicht scheuen; λέγων, zu sagen; τινί, worüber; τί, vor etwas; τινά, vor einem Scheu haben
См. также в других словарях:
επαισχύνομαι — ἐπαισχύνομαι (AM) (αποθ.) ντρέπομαι να κάνω ή να υποστώ κάτι («πολλῶν πάροιθεν καιρίως εἰρημένων τἀναντία εἰπεῑν οὐκ ἐπαισχυνθήσομαι», Αισχύλ.) αρχ. 1. ντρέπομαι για κάτι («φαίνονταί μοι οἱ πολλοὶ αὐτῶν ἐπαισχύνεσθαι τῷ οὐνόματι», Ηρόδ.) 2. (με… … Dictionary of Greek